Τον ρόλο των αλλοδαπών γυναικών στη διαμόρφωση του δημογραφικού χάρτη στην Ελλάδα φωτίζει έρευνα του κ. Βύρωνα Κοτζαμάνη, καθηγητή Δημογραφίας και διευθυντού του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Παν. Θεσσαλίας, και του κ. Δημήτρη Καρκάνη, μεταδιδακτορικού ερευνητή στο ίδιο Εργαστήριο η οποία δημοσιεύθηκε στο 36ο τεύχος της σειράς “Δημογραφικά Νέα” του ΕΔΚΑ.
Από ΑΠΕ-ΜΠΕ
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της έρευνας: «Οι γεννήσεις από αλλοδαπές μητέρες θα συνεχίσουν πιθανότατα να υπερβαίνουν το 10% του συνόλου των γεννήσεων και την επόμενη δεκαετία και ταυτόχρονα αυτές θα συνεχίσουν, όπως και στο παρελθόν, να αμβλύνουν, λόγω της νεότητάς τους, τα αρνητικά ισοζύγια στη χώρα μας». Σ
με τον κ. Κοτζαμάνη, αν δεν υπήρχαν οι αλλοδαπές, η ζυγαριά γεννήσεις-θάνατοι το 2004-2017 στην Ελλάδα θα ήταν εξαιρετικά αρνητική, καθώς οι θάνατοι θα υπερέβαιναν τις γεννήσεις κατά 319 χιλιάδες. Οι αλλοδαποί δεν ανέτρεψαν φυσικά το αρνητικό πρόσημο του ισοζυγίου γεννήσεις-θάνατοι, αλλά έχοντας, σε αντίθεση με τους Έλληνες πολύ περισσότερες γεννήσεις από θανάτους λόγω της νεότητάς τους (+209,5 χιλ.) περιόρισαν σημαντικά τις απώλειες, με αποτέλεσμα το φυσικό ισοζύγιο αυτό να είναι αρνητικό «μόλις» κατά 109,5 χιλ. Σύμφωνα με την έρευνα αυτή που στηρίζεται σε ανάλυση δεδομένων της ΕΛΣΤΑΤ, οι γεννήσεις από αλλοδαπές μητέρες ήταν περίπου το 16% του συνόλου την περίοδο 2004-2017, ενώ η ομάδα αυτή αποτελεί μόνον το 11% του πληθυσμού αναπαραγωγικής ηλικίας.
Αν και η μέση ηλικία των μη Ελληνίδων γυναικών 15-49 ετών ελάχιστα διαφέρει από αυτήν των Ελληνίδων των αντίστοιχων ηλικιών (είναι κατά μέσο όρο ένα έτος νεότερες), η κατανομή των γεννήσεων ανάμεσα στις δυο ομάδες, διαφέρει σημαντικά: το 2004-2017 το ποσοστό των γεννήσεων στις μικρές ηλικίες (15-29 ετών) στις αλλοδαπές είναι πολύ υψηλότερο από το αντίστοιχο ποσοστό στις Ελληνίδες (36 έναντι 63%) ενώ το αντίθετο ισχύει στις «ώριμες» γυναίκες: επί 100 συνολικά γεννήσεων Ελληνίδων γυναικών, οι 63 προέρχονται από τις ηλικίες 30-44 ετών, έναντι μόλις του 36% στις αλλοδαπές. Ο
κ. Κοτζαμάνης τονίζει πως αντιθέτως με την ευρύτατα διαδεδομένη άποψη ότι οι αλλοδαπές κάνουν πολύ περισσότερα παιδιά από τις Ελληνίδες (και ως εκ τούτου, “κινδυνεύει να αλλοιωθεί” ο πληθυσμός μας), αυτό δεν ισχύει, για να εξηγήσει: «Δεν είναι επίσης αληθές το ότι οι αλλοδαπές αυξάνουν σημαντικά τη γονιμότητα του πληθυσμού μας και, επομένως, το ότι είναι μια ομάδα που μπορεί να βοηθήσει ενεργά στην ανάκαμψη των χαμηλών δεικτών καθώς τα τελευταία χρόνια αυτές έφεραν στον κόσμο κατά μέσο όρο λίγο περισσότερα (0,4 εως 0,9) παιδιά από τις Ελληνίδες και αύξησαν τον δείκτη γονιμότητας λιγότερο από 0,1 παιδιά/γυναίκα».
Διαπιστώνεται ταυτόχρονα ότι ανάμεσα στο 2009 και το 2013 οι δείκτες γονιμότητας μειώθηκαν τόσο στις Ελληνίδες όσο και στις μετανάστριες, περισσότερο δε στις δεύτερες απ’ ό,τι στις πρώτες. Με βάση τα δεδομένα αυτά, καταλήγουν οι ερευνητές, η μετανάστευση και η όποια συνεχιζόμενη είσοδος μεταναστών, δεν μπορούν να συμβάλουν σημαντικά στην αύξηση των δεικτών γονιμότητας στην Ελλάδα καθώς οι αλλοδαπές γυναίκες επηρέασαν – και θα επηρεάσουν και στο μέλλον – ελάχιστα τον συνολικό δείκτη.
Η ανόρθωση της γονιμότητας τονίζει ο κ. Κοτζαμάνης, απαιτεί μέτρα και παρεμβάσεις στα πλαίσιο μιας συνεκτικής και ενεργούς δημογραφικής πολιτικής, η οποία θα πρέπει να διαμορφωθεί και να υλοποιηθεί παράλληλα με μια ισχυρή, στοχευμένη και αποτελεσματική κοινωνική πολιτική. Στο πλαίσιο αυτό σαν στόχος θα πρέπει να τεθεί η αύξηση της τελικής γονιμότητας των νεότερων γυναικών από 1,5 σε 1,8-1,9 παιδιά/ γυναίκα και η σταθεροποίηση μεσοπρόθεσμα των γεννήσεων πάνω από τις 100.000/έτος (έναντι των 90.000 περίπου ετησίως την τρέχουσα δεκαετία) ταυτόχρονα με την ανακοπή της τάσης αύξησης της τελικής ατεκνίας (την αύξηση δηλαδή του ποσοστού των γυναικών χωρίς παιδιά, % που αγγίζει στις γυναίκες που γεννήθηκαν 1970-1974 το 20%).
Στο πλαίσιο των πολιτικών αυτών, εάν αποφασισθεί ότι πρέπει να ληφθούν και μέτρα επιδοματικού χαρακτήρα, δηλώνει ο κ. Κοτζαμάνης, “αυτά θα πρέπει να στοχεύουν κυρίως τις πρώτες και δεύτερες γεννήσεις, αν και, όπως το έχει δείξει η διεθνής εμπειρία, οι επιδοματικές πολιτικές έχουν περιορισμένη εμβέλεια και δεν έχουν τελικά ιδιαίτερα αποτελέσματα παρά μόνον αν συνδυασθούν με τη δημιουργία ενός γενικότερου ευνοϊκού περιβάλλοντος που θα επιτρέψει στις νεότερες γενεές να κάνουν τον αριθμό παιδιών που θέλουν στον χρόνο που το επιθυμούν”.
Τέλος, θα πρέπει να γνωρίζουμε, καταλήγει, ότι “τα όποια μέτρα, δεν θα αλλάξουν ριζικά τις υφιστάμενες τάσεις και τα δεδομένα αύριο ή μεθαύριο, αλλά σε βάθος χρόνου”.