Μία από τις αιτίες των χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας ήταν η περικοπή των δημόσιων επενδύσεων, οι οποίες μειώθηκαν σημαντικά κατά τη μακρά περίοδο της δημοσιονομικής προσαρμογής, από 5,7% του ΑΕΠ το 2009 σε 4,4% το 2017 και 3,0% το 2018. Μάλιστα, η υπέρβαση του ετήσιου στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα την τελευταία τριετία ήταν αποτέλεσμα και της επαναλαμβανόμενης περικοπής του ΠΔΕ σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης.
Σύμφωνα με μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος, το 2007 ήταν το τελευταίο έτος αύξησης των συνολικών επενδύσεων ως ποσοστού του ΑΕΠ.
Μεταξύ 2008 και 2018 η ελληνική οικονομία κατέγραψε τον υψηλότερο ρυθμό μείωσης της συνολικής επενδυτικής δαπάνης (13 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ) μεταξύ των 28 κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η μείωση αυτή προσδιορίστηκε από τη δραματική πτώση τόσο των ιδιωτικών όσο και των δημόσιων επενδύσεων, κατά 10 και 3 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ αντίστοιχα. Η πρώτη ήταν το επακόλουθο της μακράς περιόδου ύφεσης, ενώ η δεύτερη οφείλεται στην υποεκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.
Ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι όχι μόνο καταγράφηκε μείωση της επενδυτικής δαπάνης, αλλά και η ροή νέων επενδύσεων ήταν κάθε χρόνο μικρότερη από τις αποσβέσεις πάγιου κεφαλαίου. Ως εκ τούτου, παρατηρήθηκε έντονη αποεπένδυση, η οποία επέφερε μείωση της ποσότητας και χειροτέρευση της ποιότητας του αποθέματος φυσικού κεφαλαίου της χώρας. Συνεπώς, η εργασία συνδυάστηκε με μικρότερο και χαμηλότερης ποιότητας φυσικό κεφάλαιο, με αποτέλεσμα να μειωθούν η παραγωγικότητα της εργασίας και η συνολική παραγωγικότητα, βλάπτοντας την ανταγωνιστικότητα της εθνικής οικονομίας και τον ρυθμό αύξησης του δυνητικού προϊόντος.
Ειδικότερα, από το 2011, δηλαδή ένα έτος μετά την υπαγωγή της χώρας σε καθεστώς μνημονίου, οι καθαρές επενδύσεις λαμβάνουν συνεχώς αρνητικές τιμές. Η σωρευτική μείωση για την περίοδο 2011-2017 ανήλθε σε 69,3 δισ. ευρώ σε σταθερές τιμές 2010 ή 1/3 του ΑΕΠ του έτους 2010. Δεδομένων των χαμηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης την τελευταία διετία, του αρνητικού ποσοστού αποταμίευσης στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, του μεγάλου αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς των τραπεζών και της βραδείας προσέλκυσης ξένων παραγωγικών επενδύσεων λόγω της χαμηλής διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, οι επενδυτικές προοπτικές του ιδιωτικού τομέα και οι δυνατότητες χρηματοδότησης των ιδιωτικών επενδύσεων φαίνονται στο άμεσο μέλλον περιορισμένες.
Για την εδραίωση όμως της αναπτυξιακής δυναμικής τα αμέσως επόμενα έτη, η ταχεία ανάκαμψη της επενδυτικής δαπάνης αποτελεί βασική προϋπόθεση. Δεδομένου του μεγάλου επενδυτικού κενού, η ενίσχυση του αναπτυξιακού ρόλου των δημόσιων επενδύσεων έχει πρωταρχική σημασία. Μάλιστα, η μικρή απορροφητικότητα των κοινοτικών χρηματοδοτικών πόρων από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης και το Ταμείο Συνοχής, που παρατηρήθηκε το 2018 έπειτα από μια περίοδο υψηλής απορροφητικότητας, συνδέεται πρωτίστως με την υποεκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.
Δημιουργείται έτσι αβεβαιότητα ως προς την επάρκεια των χρηματοδοτικών πόρων, με κίνδυνο την περαιτέρω μείωση των δημόσιων επενδύσεων, αλλά και των συμπράξεων με τον ιδιωτικό τομέα.
Τα οφέλη από την αύξηση
Σύμφωνα με την ΤτΕ, τα οφέλη από την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων είναι τα ακόλουθα:
Η βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων δημόσιων υπηρεσιών μέσω του εκσυγχρονισμού των δημόσιων υποδομών μειώνει το κόστος λειτουργίας των ιδιωτικών επιχειρήσεων, τις καθιστά πιο ανταγωνιστικές και τις διευκολύνει στην ανάληψη νέων επενδυτικών σχεδίων.
Η παροχή καλύτερης ποιότητας υπηρεσιών υγείας, εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης επιτρέπει τη βελτίωση της ποιότητας του εγχώριου εργατικού δυναμικού και τη συσσώρευση ανθρώπινου κεφαλαίου και διαμορφώνει υψηλότερο επίπεδο παραγωγικότητας και αμοιβής της εργασίας. Παράλληλα, η ενίσχυση της Έρευνας και Ανάπτυξης (Ε&Α) δημιουργεί σημαντικές εξωτερικές οικονομίες στον ιδιωτικό τομέα και προάγει την καινοτόμο επιχειρηματικότητα.
Η ενίσχυση της δημόσιας επενδυτικής δαπάνης ενεργοποιεί τη διαδικασία συσσώρευσης φυσικού κεφαλαίου από τον ιδιωτικό τομέα. Σε συνδυασμό μάλιστα με τη συσσώρευση ανθρώπινου κεφαλαίου, αυξάνει τη συνολική παραγωγικότητα της εγχώριας οικονομίας και διαμορφώνει υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης μεσομακροπρόθεσμα.
Καθιστά τη χώρα ελκυστικό διεθνή επενδυτικό προορισμό, με σημαντικά οφέλη για την οικονομία, όπως η μεταφορά τεχνογνωσίας και η αύξηση της απασχόλησης, των εισοδημάτων και των δημόσιων εσόδων.
Ενισχύει το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών, ισχυροποιεί το κράτος δικαίου και διαμορφώνει ευνοϊκές συνθήκες για την ομαλή λειτουργία της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας.
Τέσσερις παράγοντες
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εκτίμηση του μεγέθους των θετικών επιδράσεων από την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων εμπεριέχει αβεβαιότητα, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Και τούτο διότι η τιμή του πολλαπλασιαστή, δηλ. η αύξηση του ΑΕΠ από μια αύξηση της δημόσιας επενδυτικής δαπάνης, εξαρτάται μεταξύ άλλων από τέσσερις σημαντικούς παράγοντες: (α) τη σωστή διαχείριση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, ώστε να διασφαλίζεται ο σωστός προγραμματισμός και η κατανομή της δαπάνης σε ποιοτικές επενδύσεις, (β) τη χρηματοδότηση των επενδύσεων ώστε να μην επηρεάζεται αρνητικά η δημοσιονομική σταθερότητα, (γ) τη θέση της οικονομίας στον οικονομικό κύκλο τη δεδομένη χρονική στιγμή, δηλ. εάν βρίσκεται σε ύφεση ή σε άνθηση, και (δ) την κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής.
Στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας, αναμένεται ότι, έπειτα από μια μακρά περίοδο ύφεσης, αποεπένδυσης και φθίνουσας ποιότητας των δημόσιων υποδομών, τα ευεργετικά αποτελέσματα είναι πολλά και σημαντικά και γίνονται ορατά ήδη από την πρώτη περίοδο: ενίσχυση της συνολικής ζήτησης, βελτίωση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, ενίσχυση της εξαγωγικής διείσδυσης, επιτάχυνση της διαδικασίας συσσώρευσης φυσικού και ανθρώπινου κεφαλαίου υψηλής ποιότητας, άνοδος της συνολικής παραγωγικότητας και αύξηση του δυνητικού προϊόντος. Το τελικό αποτέλεσμα είναι η εδραίωση υψηλών ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ, που βοηθούν στη γρήγορη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ.
Ώθηση σε ΑΕΠ- απασχόληση
Συμπερασματικά η ΤτΕ εκτιμά ότι: Πρώτον, η αύξηση των δημόσιων επενδύσεων έχει θετική επίδραση στο ΑΕΠ, η οποία γίνεται ορατή ήδη από την πρώτη περίοδο και ισχυροποιείται με την πάροδο του χρόνου. Ειδικότερα βρίσκουμε ότι, εάν το 2018 οι δημόσιες επενδύσεις είχαν αυξηθεί κατά μία ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ σε σχέση με το 2017, αντί της μείωσης που παρουσίασαν, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ το 2018 θα ήταν κατά 0,79% υψηλότερος από ό,τι εν τέλει καταγράφηκε. Η αύξηση των δημόσιων επενδύσεων έχει πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα μεσομακροπρόθεσμα, οδηγώντας σε σωρευτική αύξηση του επιπέδου του ΑΕΠ κατά 1,14% μετά από 10 έτη και 1,9% μακροχρόνια, σε σχέση με το 2017.
Δεύτερον, η αύξηση των δημόσιων επενδύσεων επιφέρει μόνιμη αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων και της απασχόλησης. Ο λόγος είναι ότι οι δημόσιες επενδύσεις αυξάνουν την παραγωγικότητα του ιδιωτικού τομέα και δημιουργούν κίνητρα για την ανάληψη νέων ιδιωτικών επενδύσεων με θετικό αντίκτυπο στην απασχόληση.
Από Ναυτεμπορική.